αιτιοκρατούμαι

αιτιοκρατούμαι
διέπομαι από αίτια, υπόκειμαι στις αρχές τής αιτιοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + κρατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αιτιαρχούμαι — αιτιοκρατούμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + άρχω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”